- κλαψούρισμα
- το хныканье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλαψούρισμα — και κλαούρισμα [κλαψουρίζω] η κλα(ψ)ούρα* … Dictionary of Greek
γκρίνια — και γρίνα και γρίνια, η 1. παράπονο, μεμψιμοιρία 2. διχόνοια, διαμάχη, διαπληκτισμός (φρ., «η φτώχεια φέρνει γκρίνια») 3. το συνεχές κλαψούρισμα τών μωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό ιταλ.) grigna] … Dictionary of Greek
κλαυθμυρισμός — ο (Α κλαυθμυρισμός) [κλαυθμυρίζω] το συνεχές και σιγανό κλάψιμο τών βρεφών ή το να κλαίει κάποιος σαν μωρό, κλάψα, κλαψούρισμα … Dictionary of Greek
κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] … Dictionary of Greek
κνύζημα — κνύζημα, τὸ (Α) [κνυζώ (Ι)] το κλαψούρισμα μικρού παιδιού … Dictionary of Greek
μινυρισμός — ο (Α μινυρισμός) [μινυρίζω] το να τραγουδά ή να κλαίει κάποιος με σιγανή φωνή, σιγοτραγούδημα ή κλαψούρισμα νεοελλ. λυπητερό τραγούδι («ηκούετο ο μινυρισμός τών αηδόνων εις το δάσος», Παπαδ.) … Dictionary of Greek
μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… … Dictionary of Greek
τσαμπούνημα — το, Ν [τσαμπουνώ] 1. το παίξιμο τής τσαμπούνας 2. μτφ. α) κλαψούρισμα β) μωρολογία, φλυαρία … Dictionary of Greek
γκρίνια — η (λ. ιταλ.) 1. κλαψούρισμα νηπίων: Το μωρό δε σταματάει την γκρίνια γιατί πονάει η κοιλιά του. 2. μουρμούρα, μεμψιμοιρία: Δεν αργεί τα βράδια γιατί δεν αντέχει την γκρίνια της γυναίκας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαψούρα — η και κλαψούρισμα, το ατος, το να κλαψουρίζει κανείς, το να κλαίει κανείς σιγανά και συνεχώς: Δε μας αφήνει ήσυχους η κλαψούρα του μπέμπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νιαούρισμα — το, ατος 1. η φωνή της γάτας. 2. το κλαψούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)